- ομαλιστήρας
- ο (Μ ὁμαλιστήρ)ειδικό όργανο που χρησιμοποιείται για την ισοπέδωση μιας εδαφικής έκτασηςνεοελλ.μηχάνημα με κύλινδρο, χρήσιμο για το στρώσιμο τών δρόμωνμσν.στον πληθ. οἱ ὁμαλιστῆρεςεργαλεία με τα οποία ισοπεδώνεται το αλώνι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμαλίζω + επίθημα -τήρ (πρβλ. γεμισ-τήρας)].
Dictionary of Greek. 2013.